- μανόσπορος
- μανό-σπορος, ον,A thinly sown, Id.CP3.21.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μανόσπορος — μανόσπορος, ον (Α) ο αραιά σπαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανός «αραιός» + σπόρος] … Dictionary of Greek
μανόσπορος — thinly sown masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανοσπόρων — μανόσπορος thinly sown masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανοσπορώ — μανοσπορῶ, έω (Α) [μανόσπορος] σπέρνω αραιά … Dictionary of Greek